ημεροφυλαξ

ημεροφυλαξ
    ἡμεροφύλαξ
    ἡμερο-φύλαξ
    -ᾰκος (ῠ) ὅ Xen. = ἡμεροσκόπος См. ημεροσκοπος II

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ημεροφυλαξ" в других словарях:

  • ημεροφύλαξ — ἡμεροφύλαξ, ὁ (Α) αυτός που φρουρεί κατά τη διάρκεια τής ημέρας, ο ημεροσκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φύλαξ] …   Dictionary of Greek

  • ἡμεροφύλαξ — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροφυλάκων — ἡμεροφύλαξ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροφύλακας — ἡμεροφύλαξ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροφύλακες — ἡμεροφύλαξ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημεροφυλακώ — ἡμεροφυλακῶ, έω (Α) [ημεροφύλαξ] φρουρώ κατά τη διάρκεια τής ημέρας, είμαι ημεροφύλαξ …   Dictionary of Greek

  • ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… …   Dictionary of Greek

  • ημεροφυλάκιον — ἡμεροφυλάκιον, το (Μ) [ημεροφύλαξ] φυλάκιο τής ημέρας …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • ՕՐԱՊԱՀԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 1032 Chronological Sequence: 6c գ. ἠμεροφύλαξ custos diurnus. Պահապան ʼի տուընջեան կամ ցերեկի. ցորեկուան պէտճի. *Օրապահկք, եւ գիշերապահք. Փիլ. քհ. ՟Ժ՟Բ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»